- κυαναύλαξ
- κυαναύλαξ, -ακος, ό, ἡ (Α)(για χώρα) αυτή που έχει σκοτεινά αυλάκια, σκούρο έδαφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + αὔλαξ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυαναύλακος — κυαναῦλαξ dark furrowed masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αύλακα — η και αύλακας, ο (AM αὖλαξ, Α και ἄλοξ και ὦλξ, μόνο στην αιτ. ὦλκα, ὦλκας) αυλάκι κήπου ή αγρού νεοελλ. 1. η αφρισμένη γραμμή που αφήνει πίσω του το πλοίο 2. τεχνητό ή φυσικό όρυγμα όρμου ή λιμανιού για τη διέλευση των πλοίων αρχ. 1. γλυφή 2.… … Dictionary of Greek
κύανος — ο (AM κύανος, ο, η Α και κυανός) βαθυκύανη, σκούρα μπλε χρωστική ουσία, με την απόχρωση και τη στιλπνότητα τού λαζουρίτη μσν. αρχ. το βαθυκύανο, κυανόμαυρο στιλπνό χρώμα αρχ. 1. ο λαζουρίτης λίθος, από τη σκόνη τού οποίου κατασκεύαζαν χρωστική… … Dictionary of Greek